παιδομετρικός

παιδομετρικός
-ή, -ό [παιδομετρία]
1. αυτός που αναφέρεται στην παιδομετρία
2. το θηλ. ως ουσ. η παιδομετρική
η παιδομετρία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”